Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

Παπαντωνίου Ζαχαρίας (1877 - 1940)


Βιογραφικά στοιχεία:


Γεννήθηκε στο Καρπενήσι. Ο πατέρας του ήταν δάσκαλος. Το 1890 εγκαταστάθηκε στη Αθήνα όπου μετά τις βασικές του σπουδές γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή. Διέκοψε όμως τις σπουδές του νωρίς και ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία, τη λογοτεχνία και την ζωγραφική.
Συνεργάστηκε με γνωστές εφημερίδες των Αθηνών (Ακρόπολις, Εφημερίς των συζητήσεων, Σκριπτ, Εμπρός της  οποίας ως ανταποκριτής στο Παρίσι δημοσίευσε τα "Παρισινά Γράμματα" κ.ά . Λογοτεχνικές συνεργασίες του δημοσιεύτηκαν και στα  περιοδικά "Εικονογραφημένη Εστία", "Νέα Ζωή", "Παναθήναια", "Γράμματα", "Ημερολόγιο Σκόκου" "Καλλιτέχνης", "Νουμάς", "Ηγήσω" και "Νέα Εστία".
Το 1912 εγκατέλειψε την επαγγελματική δημοσιογραφία εξαιτίας του διορισμού του στη δημόσια διοίκηση ως Νομάρχης Ζακύνθου, Κυκλάδων και Μεσσηνίας. Το 1919 διορίστηκε διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης την οποία και αναδιοργάνωσε ριζικά. Χρημάτισε επίσης καθηγητής της εφαρμοσμένης Γυναικείας Διακοσμητικής στο Αμαλίειο Ορφανοτροφείο καθώς και καθηγητής της  Ιστορίας της Τέχνης και Αισθητικής στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1932 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και το 1938 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Πέθανε στην Αθήνα από συγκοπή καρδιάς το 1940.  

Το έργο του:
Η σαραντάχρονη φιλολογική και λογοτεχνική εργασία του είναι μικρή σε ποσότητα και δίνει την εντύπωση ότι ο Παπαντωνίου δοκίμαζε ερασιτεχνικά τις δυνάμεις του πότε στην παιδική λογοτεχνία, πότε στην θεατρική τέχνη, στην Ιστορία, στην τεχνοκριτική και στο διήγημα. 
Το ποιητικό του έργο είναι τεχνικά άψογο, σμιλεμένο με εξαιρετική δεξιοτεχνία και βαθιά ποιητική αίσθηση. Ο απλός στίχος του σε συνδυασμό με την καλλιεργημένη γλώσσα του αποδίδει στο έργο του έντονη αισθητική συγκίνηση.
Στα πεζά του οικοδομεί με τέχνη την κάθε λέξη συνθέτοντας ένα ιδανικό και ωραίο σύνολο.  Το ύφος του είναι ιδιότυπο, καθαρό και ο μικροπερίοδος λόγος του  χαρακτηρίζεται από πυκνότητα ιδεών και εξαιρετική φραστική δεξιοτεχνία.
Η γλώσσα που χρησιμοποίησε ήταν η δημοτική με στοιχεία καθαρεύουσας.


Ποιητικές Συλλογές:
Πολεμικά Τραγούδια (1898)
Χελιδόνια (1920)
Πεζοί Ρυθμοί (πεζοτράγουδα 1923)
Θεία Δώρα (1932)

Πεζά:
Παρισινά Γράμματα (1908 - 1910)
Διηγήματα, (1927)
Ο Όρκος του πεθαμένου (δραματοποίηση του δημοτικού τραγουδιού του νεκρού αδελφού) (1929)
Νεοελληνικά Αναγνώσματα (1931)
Όθων (Ιστορική μονογραφία, 1934)
Άγιον Όρος (1934)
Βυζαντινός Όρθρος (Διηγήματα,1936)
Η θυσία (Διηγήματα,1937)

Μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκαν συγκεντρωμένα με τους γενικούς τίτλους "Σχεδιάσματα" ,  "Κριτικά" και "Ταξίδια" , διάφορα κριτικά κείμενα, χρονογραφήματα άρθρα, μελέτες κλπ που είχαν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής του.

Σχολικά αναγνωστικά
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου συνέγραψε μαζί με τους  Δ. Ανδρεάδη, Α.Δελμούζο, Μ.Τριανταφυλίδη και Π. Νιρβάνα τα δύο γνωστά αναγνωστικά:

Τα ψηλά βουνά (Αναγνωστικό Γ΄ Δημοτικού, 1918) 
Βιβλίο σταθμός για τους μετέπειτα συγγραφείς σχολικών εγχειριδίων. (εικονογράφηση Π. Ρούμπου)

Εξώφυλλο πρωτοτύπου
&
Το Αλφαβητάρι με τον ήλιο (1919)
Γραμμένο «εις την κοινήν ομιλουμένην» αποτελεί την κορύφωση των γλωσσικών αγώνων μιας
εικοσαετίας για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας (εικονογράφηση Κ. Μαλέα). Πρόλαβε να κυκλοφορήσει μόνο το Α΄ Μέρος. Τα τα αναγνωστικά αποσύρθηκαν το 1921 αφού η «Επιτροπεία η διορισθείσα προς εξέτασιν της γλωσσικής διδασκαλίας των δημοτικών σχολείων», με επικεφαλής το γενικό γραμματέα του υπουργείου Παιδείας Σ. Σακελλαρόπουλο και τον καθηγητή Πανεπιστημίου Α. Σκιά, έκρινε ότι πρέπει, «να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και καώσι ως έργα ψεύδους και κακόβουλου προθέσεως».

Αρκετά από τα έργα του αγαπήθηκαν από μικρούς και μεγάλους. Παραθέτουμε ως ενδεικτικά για τον τρόπο γραφής του, τρία ποιήματα και ένα πεζογράφημα. Τα δύο πρώτα ποιήματα φιλοξενήθηκαν και στο Ανθολόγιο για παιδιά του Δημοτικού Σχολείου, Μέρος Β΄, ΟΕΔΒ 1975. Το διήγημα είχε συμπεριληφθεί στο αναγνωστικό της Α΄ Γυμνασίου, 1931.  

Ο παπαγάλος

Σαν έμαθε τη λέξη "καλησπέρα"
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
"Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά.
Τι κάθομαι δω πέρα;"

Την πράσινη ζακέτα του φορεί
και στο συνέδριο των πουλιών πηγαίνει,
για να τους πει μια γνώμη φωτισμένη.
Παίρνει μια στάση λίγο σοβαρή,
ξεροβήχει, κοιτάζει λίγο πέρα,
και τους λέει: "καλησπέρα". 

Ο λόγος του θαυμάστηκε πολύ.
Τι διαβασμένος, λένε, ο παπαγάλος!
Θα ' ναι σοφός αυτός πολύ μεγάλος
αφού μπορεί κι ανθρώπινα μιλεί.

Απ΄τις Ινδίες φερμένος, ποιος το ξέρει
πόσα βιβλία μαζί του να 'χει φέρει,
με τι σοφούς εμίλησε, και πόσα
να ξέρει στων γραμματικών τη γλώσσα!
"Κυρ παπαγάλε, θα 'χομε την τύχη
ν' ακούσωμε τι λες και πάρα πέρα;" 

Ο παπαγάλος βήχει, ξεροβήχει ...

μα τι να πει; Ξανάπε: "καλησπέρα".



O ανυπόμονος
Mόλις τ’ αυγά της ζέστανεν η κλώσσα                                                                          
και τα μικρά ετοιμάστηκε να βγάλει,
ένα πουλάκι εσήκωσε κεφάλι
μέσ’ στο τσόφλι, μιλώντας τέτοια γλώσσα:
– Ώς πότε εδώ θα μ’ έχουνε κλεισμένο;
Kαθόλου δεν μπορώ να περιμένω!
Πώς; Έτσι τον καιρό μου εδώ θα χάνω;
Eγώ έχω κατορθώματα να κάνω!
Kόκορας βέβαια θα ’μαι δίχως άλλο·
λοφίο ψηλό, χρυσά φτερά θα βγάλω·
τη μέρα και τη νύχτα θα στολίσω·
θα φέρνω την αυγή μόλις λαλήσω·                      
στο φράχτη, στην αυλή, σε κάθε μέρος                                  
στρατεύματα τις κότες θα οδηγώ.


 Kαι του ’πε τότε ο κόκορας ο γέρος:                                                        
– Στάσου να βγεις παιδάκι μου απ’ τ’ αυγό.                                  "Xελιδόνια",  1920


Σερενάδα στο παράθυρο του σοφού 

Σοφέ μου, το τετράσοφο
που σε φωτάει λυχνάρι
νάτανε, λέει, φεγγάρι
και συ είκοσι χρονώ !

Νάτανε τάχα η γνώση σου
με τον αγέρα αμάχη,
για δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό…

Νάτανε τάχα η σκέψη σου
συρτού χορού τραγούδια
μιαν αγκαλιά λουλούδια
μιαν ιστορία τρελλή,
 

τα μύρια που δε γνώρισες
νερό θαν τάειχες μάθει
με δάσκαλο τα πάθη
μ’ ένα κλεφτό φιλί.

Πολύ την καταφρόνεσες
τη ζωή, πανάθεμά τη…
Και τώρα ; Eίν' φευγάτη
σαν όνειρο πρωινό.

Χειλάκια ανθούν στη γειτονιά
γαρούφαλα στη γλάστρα–
και συ διαβάζεις τ’ άστρα
                                  
 και το βαθύ ουρανό.                                                                          "Θεία Δώρα"  1932          

                            
Το άλογο
Διήγημα, 1927

Ένα κάρρο ανέβαινε από τα σφαγεία. Μέσα έφερνε ένα βώδι σφαγμένο με τα πόδια στον ουρανό. Απάνω στο σφαχτό καθόταν ο καρροτσέρης, ένας άνθρωπος μελαχροινός με ψαρά γένεια και το παιδί του. Το κάρρο κυλιώταν αργά, νωθρά μέσα στη γαλήνη.
Ήταν Απρίλης, είχε πέσει το βράδυ κι΄άναβαν τα φώτα. Από το καμουτσίκι, ένα μαδημένο σκοινί, μπορούσε να καταλάβη κανείς πως ο καρροτσέρης αγαπούσε τ΄άλογο. Το καμουτσίκι έπεφτε στα καπούλια πολύ ελαφρά σαν παιγνίδι. Και σ΄ όλον τον ανήφορο από τα σφαγεία ίσα με την πόλη αυτό το άλογο δεν άκουσε βρισιά, μήτε προσταγή, παρά τη φωνή: «Έλα Κύρκο, άϊντε Κύρκο». Έτσι μ΄αυτό το χάδι ανέβαινε και σέρνοντας το κάρρο, ένα σφαχτό και δυό ανθρώπους.
-Που λες, είπεν ο γέρος καρροτσέρης και φτύνοντας καπνό, που λες, ο Κύρκος έχει φιλότιμο. Να τ΄ακούς εσύ, που κάποτε το χτυπάς. Δεν τα δέρνουν τα ζα. Το ζω είναι άνθρωπος. Και τέτοιο άλογο που το βρίσκεις; Σαν τούτο! Μας τρέφει όλους, που λες. Δίνει ψωμί εμένα, εσένα και της μάνας σου, των αδελφιών σου, του σπιτιού. Ένα ζω να θρέφη οκτώ ανθρώπους!... Θα πης εγώ δουλεύω. Αμ΄αυτό δουλεύει πρώτα κ΄ύστερα ΄γω. Γιατί αυτό είναι δουλευτής που δε βρίσκεται. Είν΄από τη Σερβία. Χρεωθήκαμε να το πάρουμε. Δεν τα ξέρεις εσύ.
Πέρασε κάμποση ώρα σιωπής.
Το παιδί έπαιζε με την ουρά του βωδιού. Ο γέρος έφτυνε τον καπνό λέγοντας πότε-πότε: Φτου φαρμάκι! Έπειτα ξανάρχισε:
-Που λες…. Πόσες αραμπαδιές έφερε ο Κύρκος απ΄τα νταμάρια… Κανένα άλογο δεν κουβάλησε τόση πέτρα, τόσο λιθάρι. Δώδεκα δραχμές την ημέρα. Μας έσωσε. Κι΄απ΄την Πεντέλη, πριν πάρουμε κάρρο δικό μας, είχε ζευτεί και τράβαγε μάρμαρο και κακό. Να μάρμαρο! Θεώρατο, για αγάλματα, που λες. Και να πης πως δεν ήτανε άγριο! Ήταν, όμως εγώ του μιλώ. «Κύρκο», να του πης, ακούει αυτός, γιατί το ζω καταλαβαίνει. Τα βάσανά μας, τη φτώχεια… όλα. Και πως εγώ είμαι άρρωστος, το ξέρει κι΄αυτό.
Το κάρρο πήγαινε βαρειά. Οι ρόδες βροντούσαν με το ρυθμό τους, εκείνο το ρυθμό που ξέρετε, που τον ακούτε κάποτε τη νύχτα, μόνον αυτόν, μέσα στην πόλη. Ξανάρχισε ο γέρος:
- Άκου. Αύριο τα΄άλογο και το κάρρο και τη δουλειά θα την πάρης εσύ. Εγώ δεν μπορώ. Ξέρεις που η μέση μου πονεί. Να, θα πέσω. Μούπε ο γιατρός να μη δουλεύω. Και τι να κάμης, έλα ντε. Ζήσε χωρίς δουλειά μια φαμίλια οχτώ στόματα. Έ! Που καταντήσαμε. Να κουβαλούμε απ΄τα σφαγεία δυόμισυ δραχμές την ημέρα. Τι να κάμης, πως ν΄ανεβής σε νταμάρι, άρρωστο κορμί; Κ΄η αδελφή σου κίτρινη σε κακό χάλι! Ναι. Η Βγενιώ την είδες πως είναι; Αυτά θέλουν γιατρούς, παράδες…
- Είμαστε δυστυχισμένοι, άκου παιδί μου. Κύττα να δουλέψης. Μην το κάνης σαν το αφιλότιμο το μεγαλείτερο. Ο Θεός να τον παιδέψη αυτόν. Κύτταξε συ να πάρης τη δουλειά. Να πάρης τον Κύρκο να τον ξαναπάς στα νταμάρια, να βγάλουμε ψωμί. Να γιατρευτώ κι΄εγώ. Και η μάννα σου να μη ξενοπλένη, κι΄η Βγενιώ να κάνη χρώμα που βήχει το κορίτσι…. Βήχει τα΄ακούς; Να τον βγάλης εδώ τον ανήφορο! Έλα σιγά! Χάϊδευέ τον στο λαιμό. Άϊντε Κύρκο…
Το παιδί πήδησε κάτω, έπιασε τα΄άλογο κα τραβούσε. Ο γέρος έβλεπε με ανάπαυση τη λιγερή σκιά του παιδιού, το τολμηρό του χέρι που κρατούσε τα λουριά, έβλεπε τη συνέχειά του. Αυτό το παιδί θα γενή καλός καρροτσέρης. Ναι! Είναι τόσο δύσκολο να ιδή κανείς το παιδί του να μπαίνει στον ίσιο δρόμο, να παίρνη την πατρική δουλειά και να την σέρνει στο μέλλον, να την κάνη κάτι αιώνιο, σαν νάναι ο ίδιος ο γέρος ξαναγεννημένος!
Πέρασαν εμπρός από κάποιο εικόνισμα του δρόμου. Ο γέρος έβγαλε την ψάθα του και σταυροκοπήθηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν άρρωστος, σακατεμένος, όμως δε σταυροκοπήθηκε για τον εαυτό του. Είπε: «Θέ μου, κάμε να μη βήχη το κορίτσι η Βγενιώ. Κάμε τούτο το παιδί να πάρη στα χέρια του το κάρρο με τον Κύρκο. Και για μένα, ό,τι πεις».
Έπειτα συλλογίστηκε το σπίτι του, ένα άθλιο χάλασμα στους Αέρηδες και μέσα τα παιδιά του που φώναζαν, η γυναίκα του επάνω σε μια σκάφη, το κορίτσι του σ΄ένα κρεββάτι μ΄εκείνο το βήχα, που δεν μπορείς να τον ακούς, κι΄ο γιατρός νάρχεται να λέη «φάρμακα, αέρας, λουτρά», όλα τα πράμματα που δεν γίνονται. Τα συλλογίστηκε όλα.

                                                                      * * *
Το κάρρο είχε προχωρήσει πολύ μέσα στη πόλη, όταν άκουσε μια φωνή:
-Άλτ!
Η φωνή ερχόταν από μακρυά και δεν κατάλαβε πως ήταν γι αυτόν. Όμως το «Άλτ»! ξανακούστηκε. Το κάρρο σταμάτησε. Τρεις στρατιώτες του πυροβολικού κι΄ένας δεκανέας με τα όπλα στον ώμο, πλησίασαν.
-Έλα, κατέβα κάτω, είπε ο δεκανέας.
-Σ΄εμένα το λες;
-Άειντε, γειά σου, κατέβα να μη χάνουμε καιρό.
-Και γιατί;
-Κουβέντα θέλεις, πατριώτη; Το κάρρο θα το πάμε στον στρατώνα. Επιστρατεία έχομε. Τώρα το μαθαίνεις;
-Επιστρατεία…
-Ναι, γειά σου. Αναγκαστική εισφορά. Πιάστε από κει να ξεφορτώσουμε…Άειντε γειά σου. Τι έχεις μέσα…
-Κοτζάμ βώδι!
-Να το ρίξης κάτω.
-Έτσι μες στο δρόμο; Για στάσου, βρέ παιδί, τ΄είναι τούτα; Θα το πάω στην αγορά. Έχω δουλειά, έχω μεροκάματο.
-Το μεροκάματο κυττάς, καημένε, ή που φεύγει απόψε το σύνταγμα; χωρατεύεις;
-Για εξήγα μου, χριστιανέ μου… Για πές… πως παίρνεις έτσι τα΄άλογο τ΄αλλουνού, απ΄το δρόμο… Έτσι το λέει ο νόμος.!
-Τώρα θα σου ξηγήσω και το νόμο; Εμπρός βοηθάτε από δω. Σύντομα.
Είπεν ο δεκανέας κι΄οι στρατιώτες ανέβηκαν στις ρόδες. Πιάνοντας κι΄οι τρεις έσυραν το βώδι προς τα έξω. Το μαύρο σφαχτό έπεσε με βρόντο βαρύ κάτω στο πεζοδρόμιο.
- Έλα μάρς! Είπεν ο δεκανέας. Κόπιασε κοντά, πατριώτη.
- Που κοντά;
- Στον στρατώνα να πάρης τον αριθμό σου. Κι΄ύστερ΄απ΄τον πόλεμο, αν γίνη πόλεμος, ύστερ΄απ΄την επιστρατεία τέλος πάντων, νάρθης να πάρης τ΄άλογό σου και το κάρρο, ή να πληρωθής απ΄το δημόσιο αν σκοτωθή το ζω.
Ο γέρος γύρισε και κύτταξε το βώδι πούταν πεσμένο στο δρόμο. Είπε στο παιδί του: «Κάτσε αυτού ως που ναρθώ».Το παιδί έπεσε απάνω στο βώδι και ξεκουραζόταν. Ο γέρος ακολουθούσε το κάρρο. Δεν έλεγε τίποτα. Ένας στρατιώτης εκεί που πήγαιναν χωρίς καμμιά κουβέντα, γύρισε και τούπε:
-Άμ ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, πατριώτη, θα το δώσουμε για την πατρίδα.
Ο γέρος μετά κάμποση ώρα του απήντησε:
-Ποιος λέει όχι. Για την πατρίδα είν΄όλα. Μα ο Θεός δίνει σε κάποιους, βλέπεις, έξη παιδιά. Κ΄ετούτη η δόλια καρδιά που έχουμε, σάμπως μπορείς να την κάμης όποτε θέλεις πέτρα στο νταμάρι; Για να μην ακούη; Πάντα καρδιά είναι.
-Καραβάσης! Εφώναξε ο δεκανέας στον στρατιώτη πούσερνε το άλογο. Τράβα γρήγορα.
Φτάσανε στον στρατώνα κι΄έμπασαν το κάρρο στην αυλή φωνάζοντας «έ! ώ! 'ιπ!». Το σύνταγμα ετοιμαζόταν. Θάφευγε τα μεσάνυχτα. Ο γέρος στάθηκε κι άκουγε το θόρυβο της αυλής. Οι έφεδροι χόρευαν, πηδούσαν, τάραζαν τον κόσμο από τις φωνές. Τα τραγούδια, τα λιανοτράγουδα, τα λησμονημένα, τα παληά, ηχούσαν τόσο χαρωπά, σε τόνο που ποτέ δεν τους έδωκε το κρασί, ποτέ τα πανηγύρια. Τούτο το μεθύσι και ο χάρος κεραστής, πρώτη φορά τώβλεπεν ο γέρος. Έβλεπε του χορού τους τρελλούς γύρους, το χορευτή πούτρεμε το κορμί του στον αέρα, το πηλήκιο που σφενδονιζότανε ψηλά. Ανάμεσα στο τραγούδι, χίλιοι θόρυβοι, της καινούργιας αρβύλας το βιαστικό πάτημα, η προσταγή, το κάρφωμα κασσονιών, το φόρτωμα, πετάλων χτυπήματα στη γη, προσταγές ωργισμένες, τρεξίματα άφηναν ν΄ακούγεται το μεγάλο λαχάνιασμα της επιστρατείας. Πολίτες έμπαιναν μέσα ψάχνοντας για δικούς των, φωνάζοντας ονόματα στο σωρό. Και διαβάτες και χαμίνια. Και φούστες μεταξένιες έκαναν θόρυβο, ακολουθώντας κάποιο παιδί, έφεδρο, που πήγαινε να φορέση το σάκκο, πλέοντας μέσα στην πλατειά στολή. Κάποιοι κρατούσαν εκεί στην άκρη μια σημαία. Ένας παππάς από κάτω, φορώντας φυσεκλίκια σταυρωτά στο στήθος, μιλούσε στους άλλους για την ελευθερία και το Χριστό. Ένας έφεδρος στο φανάρι διάβαζεν εφημερίδα. Κι΄άλλος έγραφε στο γόνα με το μολύβι. Το τραγούδι χυνόταν δυνατό από στόματα που γελούσαν.
Μέσα στο σάλαγο σκιές, δυό-δυό, γλιστρούσαν κοντά στο τοίχο, στο σκοτάδι, χέρια έπεφταν απάνω σε ώμους, απελπισμένα. Τα λόγια γίνονταν συντρίμματα μέσα στα δάκρυα, κι΄ένοιωθες τους μεγάλους χωρισμούς, που έχουν τη σιωπή και την επισημότητα του τέλος του θανάτου. Χέρια ζαρωμένα έσφιγγαν τα ζωντανά κορμιά των εφέδρων μ΄όση δύναμη αγκαλιάζει κανείς μια ενθύμηση, ένα σημάδι, μια σκιά, κάτι που έπαυσε ποια να υπάρχη. Τα δάκρυα έτρεχαν και τα μαντήλια έπιναν. Άκουγες ένα φιλί, μια καρδιά που χτυπούσε στο σκοτάδι.
Ο γέρος ήταν μόνος σ΄αυτό το πανηγύρι. Κανένα δεν ήξερε και δεν τον ήξερε κανένας. Όμως προχώρησε στο βάθος εκεί που ήταν αραδιασμένα κάμποσα κάρρα και το δικό του μαζί. Ο Κύρκος σήκωσε το κεφάλι προς αυτόν και φύσηξε με τα πλατιά του ρουθούνια. Ο γέρος άπλωσε τα χέρια και τον έπιασε απ΄το λαιμό.
Κι΄εκεί στη γωνιά παράμερα, ένας άνθρωπος μιλούσε μ΄ένα άλογο.
-Δε θα σε ξαναϊδώ… ‘Ε, δουλευτή… Έ, παλληκάρι… Και στο σπίτι δεν ξέρουν τίποτα. Μήτε η κυρά σου. Μήτε η Βγενιώ, κατάλαβες. Μια φαμίλια σε χάνει… Ήμουν άρρωστος, βρε Κύρκο, μα τώρα είμαι πεθαμένος. Πας στο καλό. Κι΄ό,τι θα σ΄έδινα στο γιό μου, κατάλαβες… Στα νταμάρια ν΄ανεβής…Να κατεβάσης αραμπαδιές. Δουλευτή, έ δουλευτή… Θα σε πάρουνε… Και ποιός ξέρει που θα πεθάνης… και πως…στρατιώτης ... Κύρκο… βρε… έ, Κύρκο, που μας αφίνεις!
Ένας στρατιώτης πλησιάζει ψάχνοντας στο σκοτάδι:
-Άειντε, καϋμένε γέρο! Τη δουλειά σου θάχωμε; Άειντε να πάρης τον αριθμό.
Ο γέρος μπήκε σ΄ένα γραφείο, πήρε κάποιο χαρτί, το έβαλε στον κόρφο. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο. Πήγαινε αργά, νωχελικά με το κεφάλι κάτου προς το μέρος που άφησε το σφαχτό με το παιδί.
Πολλοί γύριζαν απ΄το στρατώνα, μοναχοί, μα μέσα σ΄αυτούς ο καρροτσέρης ο πεζός, ο γέρος, ήταν ο πιο μοναχός. 



                                   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου